γεωσύγκλινο

γεωσύγκλινο
Στη γεωλογία γ. ονομάζεται ο κοίλος χώρος του φλοιού της Γης, στις παρυφές των ηπείρων ή ανάμεσα σε δύο ηπείρους, ο οποίος βυθίζεται συνεχώς κάτω από το βάρος των ιζημάτων που αποθέτονται μέσα σε αυτόν. Οι χώροι αυτοί, οι οποίοι συνεχώς βυθίζονται όταν καλύπτονται από θάλασσα, δέχονται θαλάσσια ιζήματα και λέγονται ορθογεωσύγκλινα· όταν βρίσκονται στο εσωτερικό των ηπείρων δέχονται ηπειρωτικά ιζήματα και λέγονται παραγεωσύγκλινα. Κατά τις νεότερες αντιλήψεις, πραγματικά γ. θεωρούνται μόνο τα ορθογεωσύγκλινα, ενώ τα παραγεωσύγκλινα χαρακτηρίζονται ως ενδοηπειρωτικές ιζηματογενείς λεκάνες. Τον όρο γ. υιοθέτησε το 1873 ο Αμερικανός γεωλόγος Τζέιμς Ντάνα, που θέλησε να δείξει το γεωμετρικό σχήμα του γ. και το σύνολο των ιζημάτων που συσσωρεύονται σε αυτό. Κατά τις έρευνες στους πετρογραφικούς σχηματισμούς των μεγάλων ορεινών αλυσίδων εξακριβώθηκε ότι τα ιζηματογενή πετρώματα που τις αποτελούν δεν είναι αβυσσικού τύπου, αλλά κυρίως ιζήματα τα οποία αποτέθηκαν σε ρηχές θάλασσες και κοντά σε ηπείρους που συνεχώς αποσαθρώνονται· παρόμοια ιζήματα συναντάμε και σήμερα σε τέτοιες θάλασσες (epicontinentales). Εξαιτίας της συνεχούς αποκόμισης υλικών αποσάθρωσης και της ταπείνωσης του γ., τα υλικά των βαθύτερων σημείων βρέθηκαν σε ζώνες με διαφορετικές φυσικοχημικές συνθήκες, με θερμοκρασία αρκετά υψηλότερη από αυτή με την οποία αποτέθηκαν. Δημιουργήθηκαν έτσι σύνθετα φαινόμενα μεταμόρφωσης, που έδωσαν καινούργιους τύπους πετρωμάτων (παραπετρώματα)· ταυτόχρονα, εξαιτίας της υπερφόρτωσης του γ., δημιουργήθηκαν στις παρυφές των ηπείρων που το περιέβαλαν τεράστιες υπερπιέσεις, οι οποίες προκάλεσαν στη μάζα των ιζημάτων τοπικά φαινόμενα ορεογένεσης και έδωσαν γένεση στις οροσειρές. Έχει διαπιστωθεί ότι οι μεγαλύτερες οροσειρές γεννήθηκαν από την κάμψη των ιζηματογενών αποθέσεων των γ., εξαιτίας πλευρικών πιέσεων, όπως επίσης τα πτυχωσιγενή όρη και τα όρη καλυμμάτων. Ο τύπος αυτός τεκτογένεσης των οροσειρών λέγεται αλπικός, γιατί οι Άλπεις δημιουργήθηκαν με αυτό τον τρόπο. Υπέρ της γένεσης των οροσειρών από τα γ. συνηγορεί και το πολύ μεγάλο πάχος των ιζημάτων. Το κεντρικό τμήμα του γ., από το οποίο δημιουργήθηκαν τα Απαλάχια όρη, έχει πάχος περίπου 13 χλμ. Η ταχύτητα της ταπείνωσης του πυθμένα των γ. ήταν περίπου της ίδιας τάξης με εκείνη της απόθεσης των ιζημάτων και έτσι διατηρήθηκε μια ισορροπία. Η χρονική περίοδος που χρειάστηκε για την απόθεση μιας τόσο μεγάλης ποσότητας ιζημάτων ήταν ασφαλώς πολύ μεγάλη, της τάξης των γεωλογικών περιόδων (μερικές δεκάδες εκατομμύρια χρόνια). Φυσικά η ταχύτητα ιζηματογένεσης δεν ήταν σταθερή και υπήρξαν περίοδοι πολύ αργής ή και μηδενικής ιζηματογένεσης. Δεν είναι επίσης απαραίτητο από κάθε γ. να δημιουργήθηκε και μία οροσειρά, γιατί η ιζηματογένεση υπήρξε πολλές φορές ελάχιστη όταν η ξηρά ήταν σε μεγάλη απόσταση και η λεκάνη απορροής, απ’ όπου μεταφέρονταν τα υλικά αποσάθρωσης, πολύ μικρή. Το μήκος των γ. είναι μεγάλο (από 2.000 έως 3.000 χλμ. και πλέον) και υπερβαίνει κατά πολύ το πλάτος (500-700 χλμ.). Σε αντίθεση με τα ορθογεωσύγκλινα, τα παραγεωσύγκλινα, που βρίσκονται στο εσωτερικό των ηπείρων, είναι περιορισμένης έκτασης και δημιουργούν πτυχώσεις μικρότερης έντασης, εξαιτίας της συμπίεσης μεμονωμένων όγκων. Στην παρούσα περίοδο, συνεχίζεται ο σχηματισμός γ. μέσα στις μεγάλες θαλάσσιες λεκάνες που βαίνουν παράλληλα προς την ανατολική ακτή της Ασίας, κατά μήκος της ακτής του Κόλπου του Μεξικού κ.α. ΕΞΕΛΙΞΗ ΜΙΑΣ ΓΕΩΣΥΓΚΛΙΝΙΚΗΣ ΤΑΦΡΟΥ ΕΞΕΛΙΞΗ ΜΙΑΣ ΓΕΩΣΥΓΚΛΙΝΙΚΗΣ ΤΑΦΡΟΥ

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

  • ορθογεωσύγκλινο — το γεωλ. ο γνήσιος τύπος τού αλπικού γεωσυγκλίνου, στο οποίο ανήκουν τα μειογεωσύγκλινα και τα ευθυγεωσύγκλινα και που σύμφωνα με τη θεωρία τού γεωλόγου Στίλε είναι τα μητρικά γεωσύγκλινα τών μεγάλων αλπικών πτυχώσεων, έχουν μεγάλο μήκος σε σχέση …   Dictionary of Greek

  • ουράλιος — α, ο [Ουράλια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Ουράλια Όρη 2. φρ. α) «ουράλια βαθμίδα» ή, απλώς, «το ουράλιο» γεωλ. η νεώτερη υποδιαίρεση τού ανώτερου λιθανθρακοφόρου και τών θαλάσσιων πετρωμάτων του, η οποία είναι αντίστοιχη τής στεφάνιας… …   Dictionary of Greek

  • προχώρα — Στη γεωλογία, είναι τα θεμελιώδη ηπειρωτικά τεμάχη, εκείνα που κατά τη διάρκεια των πτυχώσεων δεν υπόκεινται σε πτύχωση, αλλά ενεργούν ως ένα σύστημα αντιστάσεων κατά των δυνάμεων συμπίεσης από τη μάζα που θέτουν σε κίνηση οι ορογενετικές… …   Dictionary of Greek

  • τακονικός — ή, ό, Ν φρ. «τακονική ορογένεση» (γεωλ., σύνολο διεργασιών που συντελέστηκαν στο απαλάχιο γεωσύγκλινο, κατά μήκος τής ανατολικής ακτής τών ΗΠΑ, και είχαν ως αποτέλεσμα την πτύχωση, τη ρηγμάτωση και την ανύψωση τμημάτων τού γήινου φλοιού και τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”